- Ἀλέκτορας
- Ἀλέκτωρmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀλέκτορας — ἀλέκτωρ cock masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεκτοράκι — και αλεχτοράκι, το [αλέκτορας] μικρός κὀκορας … Dictionary of Greek
αλεκτοροειδής — ές ο όμοιος με αλέκτορα ή με κάποια ιδιότητα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέκτορας + ειδής < εἶδος] … Dictionary of Greek
αλεκτορομαχία — η μάχη ανάμεσα σε αλέκτορες, κοκορομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέκτορας + μαχία < μάχος < μάχη] … Dictionary of Greek
αλεχτοράκι — αλέχτορας κ.λπ. βλ. αλεκτοράκι, αλέκτορας κ.λπ … Dictionary of Greek
παρδαλέχτορας — ο κοινή ονομασία τού πτηνού έποψ, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρδαλός + αλέχτορας / αλέκτορας, με απλολογία] … Dictionary of Greek